παραφευγω

παραφευγω
    παραφεύγω
    παρα-φεύγω
    эп. παρφεύγω проходить мимо, (благополучно) миновать
    

(τῇ σὺν νηΐ Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "παραφευγω" в других словарях:

  • παραφεύγω — και παρφεύγω Α διαφεύγω περνώντας κοντά και μπροστά από κάποιον, ξεφεύγω …   Dictionary of Greek

  • παραφυγόντα — παραφεύγω flee past aor part act neut nom/voc/acc pl παραφεύγω flee past aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφεύγειν — παραφεύγω flee past pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφυγεῖν — παραφεύγω flee past aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφυγών — παραφεύγω flee past aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρφυγέειν — παραφεύγω flee past aor inf act (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέφυγεν — παραφεύγω flee past aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»